απολις

απολις
    ἄπολις
    ἄ-πολις
    -ιδος adj. (ион. dat. ἀπόλῑ)
    1) не имеющий или лишенный отечества Her., Soph., Lys., Xen., Plat.
    2) недостойный быть гражданином
    

(ἄ., ὅτῳ τὸ μέ καλὸν ξύνεστι Soph.)

    3) не имеющий граждан, обезлюдевший
    

(Σικελία Plut.)

    4) не имеющий гражданских установлений
    

(πόλις ἄ. Plat. - ср. 5)

    5) прекративший (как город) свое существование, разрушенный
    

(ἄ. Ἰλίου πόλις Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "απολις" в других словарях:

  • ἄπολις — without city masc/fem nom sg ἄπολις without city fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπολις — (Α ἄπολις, ιδος κ. εως κ. ιων. ιος, ι) 1. αυτός που δεν έχει δική του πόλη, ο άπατρις 2. αυτός που έχασε τα πολιτικά του δικαιώματα νεοελλ. ο στερημένος από κάθε ιθαγένεια, μη αναγνωριζόμενος από καμιά πολιτεία ως υπήκοος της αρχ. 1. ο μη γνήσιος …   Dictionary of Greek

  • ἀπόλεις — ἄπολις without city masc/fem nom/voc pl (attic epic) ἄπολις without city masc/fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλισι — ἄπολις without city masc/fem dat pl (epic doric ionic aeolic) ἄπολις without city fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλισιν — ἄπολις without city masc/fem dat pl (epic doric ionic aeolic) ἄπολις without city fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπολι — ἄπολις without city masc/fem voc sg ἄπολις without city fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπολιν — ἄπολις without city masc/fem acc sg ἄπολις without city fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλεσιν — ἄπολις without city masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλιδα — ἄπολις without city fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλιδας — ἄπολις without city fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλιδες — ἄπολις without city fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»