ἄπολις — without city masc/fem nom sg ἄπολις without city fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπολις — (Α ἄπολις, ιδος κ. εως κ. ιων. ιος, ι) 1. αυτός που δεν έχει δική του πόλη, ο άπατρις 2. αυτός που έχασε τα πολιτικά του δικαιώματα νεοελλ. ο στερημένος από κάθε ιθαγένεια, μη αναγνωριζόμενος από καμιά πολιτεία ως υπήκοος της αρχ. 1. ο μη γνήσιος … Dictionary of Greek
ἀπόλεις — ἄπολις without city masc/fem nom/voc pl (attic epic) ἄπολις without city masc/fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόλισι — ἄπολις without city masc/fem dat pl (epic doric ionic aeolic) ἄπολις without city fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόλισιν — ἄπολις without city masc/fem dat pl (epic doric ionic aeolic) ἄπολις without city fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπολι — ἄπολις without city masc/fem voc sg ἄπολις without city fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπολιν — ἄπολις without city masc/fem acc sg ἄπολις without city fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόλεσιν — ἄπολις without city masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόλιδα — ἄπολις without city fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόλιδας — ἄπολις without city fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόλιδες — ἄπολις without city fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)